- αμαλάκωτος
- η , ο1) неразмягчённый, твёрдый;
αμαλάκωτο ψωμί — чёрствый хлеб;
2) неуспокоившийся, неутихший; несмягчившийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαλάκωτο ψωμί — чёрствый хлеб;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαλάκωτος — η, ο 1. αυτός που διατηρεί τη σκληρότητά του: Μπορεί και τρώει το παξιμάδι αμαλάκωτο. 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε: Είναι ακόμη αμαλάκωτος ο πατέρας σου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος … Dictionary of Greek
αμάλακτος — και χτος και γος, η, ο (AM αμάλακτος, ον) αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές… … Dictionary of Greek
αμαλάκιστος — η, ο (Α ἀμαλάκιστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλακίζεται, δεν αυνανίζεται 2. αυτός που δεν έπαθε μαλάκυνση, γεροντική άνοια αρχ. 1. αμαλάκωτος, που δεν μπορεί να μαλακώσει, σκληρός 2. ψυχρός, σκληρός, άτεγκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀμαλάκιστος… … Dictionary of Greek